Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Ρήγας Βελεστινλής – Διονύσιος Σολωμός


Τον χρόνο που «έφευγε» ο Ρήγας, γεννιόταν ο Σολωμός: 1798. Σύμπτωση τάχα; Ο καθένας μπορεί να δώσει την δική του ερμηνεία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δύο μεγάλοι ποιητές, δύο μεγάλοι οραματιστές, ο ένας έπειτα από τον άλλο, συνέχισαν την ιερή παράδοση της Ελευθερίας, που είναι νόμος απαράβατος για το γένος των Ελλήνων.
«Για λεύτερος να τριγυρνώ
σε λόγγους, σε ρουμάνια…
Η μες στη γης να κείτομαι,
να μη θωρώ τον ήλιο…»
Αυτοί οι απλοί, αλλά τόσο πυκνοί δημοτικοί στίχοι είναι από μία παλιότερη καταγραφή μου στο ακριτικό Καλπάκι της Ηπείρου. Μου τους είπε ένας γέροντας δάσκαλος που είχε κάνει σκοπό ζωής να συγκεντρώσει άγνωστα δημοτικά τραγούδια της Λευτεριάς. Και μου θύμισαν τον πυκνό και ωραίο λόγο του Μακρυγιάννη από τα Απομνημονεύματά του:
«Την λευτεριά μας δεν την ήβραμε στο δρόμο και δεν θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι. Γιατί δεν είμαστε κλωσσόπουλα, αλλά γινήκαμε πουλιά και πια στο τσόφλι δεν χωράμε».
Δεσμοί μυστικοί κι ακατάλυτοι. Δημοτικό τραγούδι, Μακρυγιάννης, Ρήγας, Σολωμός.
Ρώτησαν κάποτε ένα γέρο αρματολό του ’21, που μιαν ολόκληρη ζωή την πέρασε στα βουνά πολεμώντας για την Ανάσταση αυτού του τόπου.
-Τι είναι, γέροντα, η λευτεριά; Πούθε κινάει και πούθε έρχεται;
Ο γέροντας δεν αποκρίθηκε αμέσως.

Ζώστηκε καλύτερα τ’ άρματά του, που ποτέ του δεν τ’ αποχωρίστηκε, κι ύστερα κοίταξε τον ουρανό και είπε:
-Αυτός ο ουρανός που μας σκέπει, είναι η Λευτεριά. Πούθε αρχίζει και που τελειώνει, κανείς δεν μπορεί να σ’ αποκριθεί. Αλλά τον βλέπεις και τον νοιώθεις… Και σα βρεθείς ψηλά, στα κορφοβούνια, λιγάκι ν’ απλώσεις τα χέρια σου, θα τον αγγίξεις. Αλλά, πρέπει, λέγω, να βρίσκεσαι ψηλά!
Κι αληθινά πρέπει να βρίσκεσαι ψηλά, γιατί η ελευθερία είναι πριν απ’ όλα στάση ζωής.
Η βαθιά λαχτάρα του Ρήγα για την Λευτεριά συμπυκνώνεται στον «Θούριό» του, προανάκρουσμα του μεγάλου αγώνα των Ραγιάδων, να ξετινάξουν από πάνω τους τον τυραννικό ζυγό της σκλαβιάς.
«Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στη σκλαβιά»
Το τίμημα του προδρομικού οραματισμού του Ρήγα είναι γνωστό. Πλήρωσε, όπως όλοι οι μεγάλοι ιδεολόγοι, την πίστη του και τα ιδανικά του, με την ίδια του την ζωή. Αλλά ο επαναστατικός σπόρος είχε πέσει πια σε γόνιμο έδαφος.
Κι είναι προφητικοί οι λόγοι του Ρήγα:
-Οι σπόροι που έσπειρα είναι αρκετοί για ν’ απολαύσουν οι απόγονοι άφθονους καρπούς.
Ένας από αυτούς τους μυστικούς καρπούς ήταν η συνέχεια του οραματισμού του Ρήγα από τον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό.
Συλλογίζομαι κάποιες φορές μία ιδεατή συνάντηση των δύο ποιητών στο σταυροδρόμι της Ιστορίας, όπλως ανέφερα στην αρχή. Από την αδρή Θεσσαλική γη ο πρώτος, τις αρχαίες Φερρές, το Βελεστίνο.
Από την ευγενική Επτάνησο ο δεύτερος, από την Ζάκυνθο. Ολότελα διαφορετική η καταγωγή τους, η παιδεία τους, το περιβάλλον τους. Κοινός όμως τόπος συνάντησης, το ένθεο πάθος για την ελευθερία.
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Λευτεριά…
Με τα ρούχα αιματωμένα,
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια, δυνατά.
Μοναχή τον δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλή.
Άλλος σου έκλαψε ες τα στήθια,
Αλλ ‘ ανάσασιν καμμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια,
Και σε γέλασε φρικτά!»
Οι μυστικοί κρίκοι συνεχίζονται. Ο Σολωμός, ιταλοσπουδαγμένος με τους απόηχους της αναγεννησιακής ιταλικής ποίησης, μελετώντας Δάντη και Πετράρχη, όταν γυρίζει στην πατρίδα του, την Ζάκυνθο, μυείται στην Φιλική Εταιρεία. Ζει με ένταση το πάθος της σκλαβωμένης πατρίδας και στον λόφο του Στράνη, ακούγοντας τους απόηχους των κανονιών από την επαναστατημένη Ρούμελη και τον φλεγόμενο Μωριά, εμπνέεται τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν». Πολλοί μελετητές και βιογράφοι του προσάπτουν πολλά για κάποιες αρνητικές στιγμές της ζωής του, για κάποιες δίκες με πολύ συγγενικά πρόσωπα, για την ροπή του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στο αλκοόλ. Σε τέτοιο σημείο που να γυρεύει από τον αδελφό του να του στείλει από την Ζάκυνθο στην Κέρκυρα, όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια, καλής ποιότητας δυνατό κρασί, Βερντέα.
Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά, μπροστά στο μεταφυσικό έργο του που σε κάποιους στίχους ακούγονται μηνύματα πέραν του κόσμου τούτου.
«Πάντα ανοιχτά,
πάντα άγρυπνα
τα μάτια της ψυχής μου»
Και βέβαια, τι σημασία μπορεί να ‘χουν οι μικρές η μεγάλες ανθρώπινες αδυναμίες, όταν ψυχή και σώμα φλογίζονται κι αναδεύονται από το ασίγαστο πάθος της Λευτεριάς.
Γιατί, ζω σημαίνει είμαι Λεύτερος, νιώθω λεύτερος, πεθαίνω λεύτερος…
Είναι αληθινά θαυμάσιο πόσο στην ζωή και στην δόξα του Γένους οι πιο μεγάλες ιδέες και οι πιο μεγάλες έννοιες δίνονται μ’ απλόν, απέριττο και για τούτο συγκλονιστικό τρόπο.
Η Λευτεριά, η Αρετή, η Πίστη, ο Θάνατος
Ανέφερα τον θάνατο και συλλογίζομαι τώρα το χαρούμενο γιορταστικό χαρακτήρα που παίρνει τούτη η κορυφαία ανθρώπινη στιγμή, στην ηρωική δημοτική μας ποίηση. Η εξοικείωση που έχει ο τραγουδιστής λαός μας, με την άπειρη έννοια του θανάτου, γίνεται στο δημοτικό τραγούδι άκρα συμφιλίωση.
Θυμηθείτε τον θάνατο του γέρο-κλέφτη, που αφού πέρασε μία ολάκερη ζωή πολεμώντας για την Λευτεριά, τώρα, ήρεμα και γαλήνια, γέρνει το κεφάλι στον μεγάλο ύπνο, παραγγέλνοντας να του βάλουν κοντά του τ’ άρματα για να ‘ναι μαζί του στο μακρινό ταξίδι.
«Και βγάλτε τα χατζάρια σας, φτιάστε μου ωριό κιβούρι
να ’ναι πλατύ για τ’ άρματα, μακρύ για το κουφάρι.
Και στη δεξιά μου τη μεριά, ν’ αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο γήλιος το πρωί, και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
και να περνάν οι γέμορφες να με καλησπεράνε».
Με μια τέτοια χαρούμενα γενναιόψυχη αντίληψη του τέλους, σίγουρα κι ο θάνατος είναι μία γιορτή, ένα συναπάντημα του ανθρώπου με την Φύση, με τον Θεό, με την Λευτεριά.
Το όραμα που φλόγιζε τον Σολωμό του χάρισε δίκαια τον μέγιστο τίτλο που μπορεί να αποκτήσει ένας δημιουργός. Τον τίτλο του Εθνικού Ποιητή μιας χώρας και του λαού της.Έτσι που η ιερή παράδοση της Λευτεριάς ν’ αποκτήσει το βαθύτερο πνευματικό της νόημα, με άρρηκτη συνέχεια στο οδοιπορικό της Ρωμιοσύνης. Αγώνας, τραγούδι, στάση ζωής…
Βίωμα… Πέρα απ’ τον χρόνο. Για να θυμόμαστε τον βαθύ λόγο του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου:
«Η ιστορία σε τούτο τον τόπο είναι μία. Όπου μάχεται ο Κολοκοτρώνης, κοντά του είναι και ο Μεγαλέξανδρος. Η ίδια λαχτάρα για τη λευτεριά τους ψυχώνει».
Πυκνός ο λόγος του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου. Αληθινά, ο χρόνος κι οι μορφές χάνουν με το Πάθος της Λευτεριάς το σχήμα και την υπόστασή τους. Μετουσιώνονται σε Φως… Φως ανέσπερο… Φως…
Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 23 του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (Απρίλιος-Ιούλιος 2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου