Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Νους ανόητος, σε τόπο αορασίας


Κώστας  Ζουράρις

«Παίρνω ένα καρφί και τό βαρώ καί μπαίνει εις τόν τοίχο· τότε τό βγάζω, τον λέγω: Αυτό λέγεται, λογιότατε, έργον, ότι χάλασε τόν τοίχον».
Μακρυγιάννη: Οράματα και Θάματα

Τι είν’ αυτό, που το λένε αγάπη; τι είν’ αυτό; Τι είν’ αυτό;

Αυτό που το λένε αγάπη, αυτό, που πάει συνέχεια να γίνει αγάπη είναι η κοινωνική κακουχία, η γαρ κοινωνία φιλικόν. Η κατά κόσμον κοινωνία πασχίζει με μύρια όσα καλά και δεινά να εντρυφήσει στον μέσα θησαυρό της: να ενώσει τα χωρισμένα, να αγαπήσουν τα κακιωμένα, να γειάνουν τα χτικιασμένα, Ίνα ώσιν εν. Εν, μεθυστικής ομορφιάς.

Σ’ αυτήν την εντατική πορεία προς την εσχατιά, η κοινοβιακή μονή είναι η οργανωμένη πρωτοπορία.

Το κοινωνικό πλήρωμα είναι μοιραία χλιαρό, το διατρέχουν πλαδαροί συμβιβασμοί: και τούτο ποιείν κακείνο μη άφιέναι. Το κοινόβιο είναι καυτά, ριζοσπαστικό: Πολίται, χρη λέγειν τα καίρια. Κι επειδή εν αρχή ην ο Λόγος και ο άνθρωπος είναι ζώον Λόγον έχον, ο καίριος Λόγος είναι εγκαιροφλεγής, το κοινόβιο είναι πρωτοπορία κοινωνικής ορθοπραξίας.

Πώς;
Η μοναστική ακτημοσύνη της υπακοής είναι το πανεπιστήμιο, που κατασκευάζει ουσία, καταργώντας την περιουσία. Σπουδάζει στο καίριο, εγκαταλείποντας το περιττό. Αλλα τι είναι το περιττό;

Κανείς δεν μπορεί να ορίσει το περιττό. Όλοι είμαστε οι διακριτικοί της αδυναμίας μας και στον
καθένα μέσα στην μικροκοινότητά του, του πρέπει ίσως κάποιο παραπανίσιο περιττό. Θνητοί είμαστε, δηλαδή ένα άθροισμα παραλείψεων, πάντα μπερδευόμαστε όταν ψάχνουμε αυτό που μας λείπει.

Όλοι όμως μπορούμε να ελπίζουμε το απέριττο, να είμαστε ευχή προς Καίριον, πρόσκαιρη προσευχή αθανασίας. Ο άνθρωπος πλησιάζει την καίρια Πείρα, μόνον όταν προσπαθεί να γίνεται απόπειρα.

Η κοινοβιακή μονή είναι απόπειρα ζωής.
Ζωής, όχι επιβίωσης.
Ζωής, εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι κοινοβίτες επιδιώκουν αγρυπνία, όχι υπνηλία. Επειδή οργανώνουν πανδαισία,  γι’ αυτό απορρίπτουν την διαιτησία των πραγμάτων.

Αυτό, τι μας χρειάζεται; Το πετάμε, αχρείαστο. Το άλλο, τι χρειάζεται; Ξέχασέ το, αχρείαστο. Κρατάμε μόνον το καίριο, το λιτό, το απέριττο, αυτό το χρειαζούμενο μέσα από τα αχρείαστα, αυτό που μας ενώνει ασυγχύτως και μας διακρίνει αδιαιρέτως με το Εν ού εστί χρεία: την περιπολία.
Το κοινοβιακό πολίτευμα είναι η διαρκής περίπολος της οργανωμένης πρωτοπορίας.

Εδώ και πάντοτε, οι Αθωνίτες, το κατάλαβαν γρήγορα. Την εδώ παρεπιδημία μας, την ορίζουν δύο θάνατοι, ο ένας στην αρχή της και ο άλλος στο τέλος της, αφού μόλις γεννηθούμε είμαστε, την επομένη κι ολας στιγμή, πιο κοντά στο θάνατο.

Επομένως, τι δέον ειδέναι κατά τον ορθόν λόγον; Τι είναι το κύριο και πώς γινόμαστε καίριοι μέσα στο άκυρο της ζωής μας και το πρόσκαιρο της διαβατάρικης πνοής μας;

Εδώ και υλικά γινόμαστε καίριοι μόλις με την πράξη μας αναγορευτούμε κύριοι της κοινής πορείας που μας αναβοσβήνει: μέσα στην ισόβια κάθειρξη, όπου μας καθηλώνει ο εναρκτήριος θάνατος κι ο άλλος ο ακροτελεύτιος, δεν έχουμε παρά να εργαστοϋμε την τελική μας ανυπακοή στο θάνατο. Και να γίνει ο καθένας μας με τη συμμετοχή του στην κοινότητα –, όχι σκορποχώρι, όχι ο καθένας και το μπαϊράκι του, όχι έκαστος και η μοναχική του νεύρωση –, ναι, να γίνει ο καθένας μας μέσα στο κοινόβιο, αυτό που αβίαστα μπορεί να είναι μέσα στην ειρκτή των δύο θανάτων: νικητής, παραγωγός χαριτωμένης αθανασίας. Ο καθένας, εν σαρκί περιπολών θεός.

Η περιπολία λοιπόν είναι καίρια μέθοδος. Όταν περιπολούμε ξέρουμε ότι είμαστε κύριοι της πρόσκαιρης ατυχίας μας, θεώνουμε ενδημικά τούς παρεπίδημους θανάτους.
Και η περίπολος, ξέρουμε εμείς του κοινοβίου, πρέπει νά ’ναι ανάλαφρη, γοργή, ακούραστη.
Πέτα στον δρόμο τη σαβούρα, μας βαραίνει. Πτωχεία. Μην κρατάς τίποτα επάνω σου, θα βρεις ό,τι μας χρειάζεται στο τέρμα. Ακτημοσύνη.
Κι όλα τ’ αλλά τα παρακατιανά, σκόρπισέ τα, μας κουράζουν. Όλα. Και γρήγορα, για να είμαστε γρήγοροι.

Στοιχείοις και συλλαβαίς και λέξεσι και γραφαίς και λόγοις χρώμεθα διά τας αισθήσεις. Μόλις όμως η σωματοψυχή μας, κοινοτικά, ταις νοεραίς ενεργείαις επί τα νοητά κινείται, περιτταί μετά των αισθητών αι αισθήσεις. Ναι και γρήγορα, εμείς εδώ γινόμαστε αναίσθητοι, αφού πάμε για τα σπουδαία. Αναίσθητοι για τα παρακατιανά αισθητά, νοεροί για τα υπεραισθητά νοητά.

Το κοινοβιακό πολίτευμα είναι το καλλιτεχνικό εργαστήρι όπου αδιαλείπτως σπουδάζουμε τις καλές τέχνες: Της απραξίας περί τα περιττά και της αγγαρείας περί τα απέριττα. Έξω είμαστε αδιάκριτα αδηφάγοι, εδώ μέσα μένουμε διακριτικά νηστικοί.

Η μοναστική πολιτεία είναι εφαρμοσμένη τεχνολογία λιτότητας και ισιότητας, δρομολογεί καθημερινά ενα υπερίδρυμα του ΙΚΑ, αποτελεί έμπρακτο υπερεγώ του ΕΣΥ.
Και δεν τελειώνει εκεί.
Οι μοναχοί διακονούν εδώ, παραμυθία εντοπία για τους μετεξεταστέους της ουτοπίας. Όλοι εκείνοι οι αλαφροϊσκιωτοι, που ονειρεύονται ισότητα και δρέπουν βαναυσότητα, που τους αποκοιμίζει η θεωρία και ξυπνούν μέσα στη θηριωδία, όλοι οι πτωχοί τω πολιτεύματι, μπορούν να μαθαίνουν στο Σχολείο του Όρους.

Εδώ μαθαίνουν το πρώτο και τελευταίο μάθημα της πολιτικής: να εμπιστεύονται μόνο στα χειροπιαστά, στα βρώσιμα, στα πόσιμα. Όχι στα εκτοπλάσματα της θεωρίας, όχι στα έπεα πτερόεντα της ιδεολογίας.

Θες ενότητα; Έλα να φάμε ψωμί. Θες συντροφικότητα; Πιες τώρα μαζί κρασί. Θες επανάσταση; Φάε και πιες, τώρα αμέσως από το κοινό το δισκοπότηρο, να δεις ανάσταση.

Το κοινόβιο είναι προπόνηση στο χειροπιαστό. Είναι συγκεκριμένη διάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, της καταπιεστικής πραγματικότητας, μέσα στην κοινή πράξη όλων των ίσων, φτυστών συντρόφων, μέσα σε παγγενηά ελευθερίας, με την παγκοινιά της υπάκουης αυτοθυσίας. Όλοι μαζί, χωρίς διακρίσεις, με μόνη διάκριση το μονάκριβο θησαυρό των προσώπων μας, που οφείλουν αβίαστα και μέσα στην κοινή χορωδία, να χορέψουν την ηδονή του Ζαλόγγου.

Γιατί να μην παιδιαρίζουν φεγγοβολώντας χαρά οι μοναχοί, όταν γνωρίζουν – και όλοι μαζί το γνωρίζουν – ότι ξύπνιοι, με την υπερπροπόνησή τους, θα παίζουν επί τέλους εδώ, τον μεγάλο τελικό;

Πώς έφτασαν στον τελικό;

Μετά από σκληρά παιχνίδια. Απέκλεισαν τον έναν μετά τον άλλο, επίφοβους αντιπάλους. Την απληστία, τον φόβο, την δόξα. Πολλές φορές μάλιστα, στην ολονύχτια παράταση της συντριβής. Αλλά δεν λύγισαν κι όταν ακόμη λύγισαν. Τόλμησαν ακόμη κι όταν τους ελλειψε η τόλμη. Και προχώρησαν πέρα από τη φρόνιμη γνώμη του ορθού λογισμού, που καταδικάζει τέτοια αποκοτιά. Διεκδίκησαν τον ορθό λόγο, που είναι παρά γνώμην αλλόκοτος.

Και παρά δύναμιν Τολμηταί, και παρά γνώμην Κινδυνευταί, και επί τοις δεινοίς Ευέλπιδες. Οι μοναχοί μπορούν πια και παίζουν αδιάλειπτα τον μεγάλο τελικό.

Άφετε τα παιδία ελθείν πρός με.

Γιατί;

Διότι από παιδί κι άπό τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Η μοναστική πολιτεία είναι ακριβώς γι’ αυτό, το χαριτωμένο περιβόλι της συνολικής λήθης και της συλλογικής Αλήθειας.
Διότι παίζοντας το αδιάλειπτο παιχνίδι της ζωής, μαθαίνουμε εδώ να είμαστε καίριοι, εκκωφαντικά αποτελεσματικοί μέχρι το τελικό παιχνίδι. Και να ξεχνούμε τα ενδιάμεσα παιχνίδια.

Διότι επιδιώκοντας το νικητήριο αποτέλεσμα, παίζουμε ένα παιχνίδι σκληρό, αλλά καθαρό. Καθαρίζουμε γύρω-γύρω ό,τι μας παρενοχλεί. Και καθαρίζουμε.

Κι επειδή γινόμαστε δια Χριστόν Σαλοί, κερδίζουμε ξεσαλωμένοι την νηφάλια νίκη του παιχνιδιού.
Το πρωτάθλημα δεν το κερδίζεις αλλιώς. Αν δεν βάλεις όλη την ψυχή σου, παίζοντας και την τελευταία πνοή σου. Μόνο ξεψυχώντας μπορείς να ελπίζεις ότι θα παίξεις στον Τελικό.

Γι’ αυτό το φρόνημα μέσα στην Κοινότητα, πρέπει να νηπιάζει και να είναι ξεσαλωμένο. Η κοινοκτημοσύνη της ζωής απαιτεί να γίνεσαι πανάκριβο, ανεπανάληπτο αστέρι, που τα δίνει όλα για την ομάδα, όλα για το παιχνίδι. Και γίνεσαι μεγάλο αστέρι, μόνον όταν σε ξετρελαίνει το παιχνίδι και ξαναμωραίνεσαι με την ηδονή, ότι θα παίξεις στον τελικό.

Και τότε πια κερδίζεις την ηπιότητα. Τα όχληρά, δεν πειράζει κι αν τόσο είναι οχληρά, αφού εσύ σκοπείς τα καίρια. Τα άτομα δεν ενοχλούν αρκεί να υπερέχει η ομάδα.

Εσύ την ομάδα σκέφτεσαι, εμείς το μυαλό μας μόνο στο παιχνίδι. Στον μεγάλο Τελικό. Γι’ αυτό και κλεινόμαστε από νωρίς, και προπόνηση στην προπόνηση μέσα στην χαρά, όλα τα παιδιά ετοιμάζουν το παιχνίδι.

Κι έτσι τα παιδιά, επειδή δεν αγαπάνε ούτε το χρήμα, ούτε την εξουσία, ούτε την δόξα, αλλά ποθούνε να παίξουν στον Τελικό, όλα τα παιδιά της ομάδας, με την άσκηση γίνονται Άσσοι.
Ημίθεοι του Τελικού, θεοί μετά το ωραίο παιχνίδι, όλα τα παιχνιδιάρικα αστέρια, έτσι παίζοντας, παιδιάς χάριν, παίζουν με την χάρη.


Πηγή: Αντίφωνο, Από το βιβλίο «Γελάς Ελλάς αποφράς», εκδ. Αρμός. (Απόσπασμα του ευρύτερου άρθρου Υπάρχει το ασύντριφτο.) Αρχική δημοσίευση: Περιοδικό «Εποπτεία», Δεκέμβριος 1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου