Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Αποκριάτικα λαογραφικά


για το Amen.gr, του Μ.Γ.Βαρβούνη, Καθηγητή Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας

Ανοιξιάτικη, ως προς τον χρονικό προσδιορισμό της, είναι πάντοτε η Αποκριά, η πολυσήμαντη αυτή περίοδος, που μεσολαβεί ανάμεσα στο Δωδεκαήμερο και στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Παρά τις σχετικές αυστηρές εκκλησιαστικές απαγορεύσεις, ο λαός δεν εκλαμβάνει την Αποκριά ως περίοδο πνευματικής προετοιμασίας για τη νηστεία που ακολουθεί, αλλά την θεωρεί χρόνο γλεντιού και ξενοιασιάς, αλλά και διαβατήρια περίοδο, κατά την οποία μπορεί συμβολικά να επηρεάσει την ερχόμενη και προσδοκώμενη εαρινή βλάστηση και καρποφορία. Για τον λόγο αυτό, τα έθιμα και τα δρώμενα αυτής της αποκριάτικης περιόδου έχουν έναν σαφή ερωτικό χαρακτήρα, καθώς ο λαϊκός άνθρωπος πίστευε ότι αναπαριστώντας συμβολικά, με λόγια ή πράξεις, τη ερωτική διαδικασία μπορούσε να επιδράσει θετικά πάνω στη γονιμότητα της φύσης στο σύνολό της.

Φυσικά, με την πάροδο των χρόνων οι αντιλήψεις αυτές άλλαξαν, με συνέπεια τα ερωτικά αποκριάτικα δρώμενα να προσλάβουν τον χαρακτήρα μυητικών τελετουργιών για τα νεότερα μέλη της κοινότητας, και κατόπιν να εκπέσουν σε απλές σατιρικές παραστάσεις, στο βάθος ωστόσο των οποίων διακρίνονται οι παλαιοί ισχυροί συμβολισμοί. Για τους λόγους αυτούς, τα λαϊκά δρώμενα της Αποκριάς έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα, συχνά δε προβάλλουν το ιδεολόγημα ενός «ανάποδου» ή «ανεστραμμένου» κόσμου, στον οποίο οι αξίες και οι κανόνες έχουν αντιστραφεί, δίνοντας στον άνθρωπο την δυνατότητα να βγει, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έξω από τους κανόνες της καθημερινής ζωής.

Η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης, και στο πλαίσιο αυτό πρέπει να θεωρηθούν και τα αποκριάτικα δρώμενα, για τα οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποκριάτικης πομπής έχουμε από πληροφορίες και καταγραφές για τον λαϊκό πολιτισμό στο Σαμοκόβι της Ανατολικής Θράκης, όπου απαντούν τόσο οι ζωόμορφες και οι θηριόμορφες μεταμφιέσεις, όσο και το άσεμνο και βωμολοχικό στοιχείο, συνδυασμένο με την γονιμική παράσταση του γάμου, στον οποίο τελικά ένας από τους νεονύμφους πεθαίνει, για να αναστηθεί από τον γιατρό. Και είναι ακριβώς στην ανάσταση αυτή, που βρίσκεται το αρχέτυπο της ποθούμενης «ανάστασης» του σταριού από τον χωμάτινο «τάφο» του, όπου το εγκλώβισε η φθινοπωρινή σπορά, για να αποδώσει τη σπορά που θα θρέψει την κοινότητα για έναν ακόμη χρόνο.

Φαίνονται εδώ ξεκάθαρα οι πανάρχαιοι συμβολισμοί, οι σχετικοί με την καλλιέργεια του σταριού και των δημητριακών, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από τις αποκριάτικες εθιμικές τελετουργίες, και οι οποίες αργότερα ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης λαϊκής λατρευτικής παράδοσης του ελληνικού λαού, με τη μορφή της προετοιμασίας της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία και πάλι καταλήγει, με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, στους συμβολισμούς του πανάρχαιου κύκλου της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης, που από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού συνδέθηκαν με την καλλιέργεια των δημητριακών, αλλά και με τους εσώτατους και πλέον μύχιους πόθους του θρησκεύοντος ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθούμε ιδιαιτέρως στο ζήτημα της μεταφοράς τελετουργικών μορφών από μια περιοχή σε άλλη, σύμφωνα με την πάγια και ισχυρή αγάπη που ο λαός τρέφει για κάθε μορφή τελετουργίας, και με βάση την οποία υιοθετεί πάντοτε τις τελετουργίες που τον εντυπωσιάζουν, εμπλουτίζοντας το τελετουργικό ρεπερτόριο κάθε περιοχής. Οι περιπτώσεις αυτές μας δείχνουν πόσο σημαντική είναι η συγκριτική μελέτη και η διασταύρωση των πληροφοριών για τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες, αφού αυτές με όχημα την αγάπη του λαϊκού ανθρώπου για τις τελεστικές και τελετουργικές παραστατικές μορφές, όπως προαναφέρθηκε, συχνά ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο, εμφανιζόμενες σε περιοχές, στην παράδοση των οποίων δεν προϋπήρχαν.

Και δεν περιορίζονται οι τελετουργίες μόνον στα υπερφυή και συμβολικά στοιχεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις αγκαλιάζουν και άλλους τομείς της λαϊκής καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα η τροφή. Μέσα από το τελετουργικό παιχνίδι με τις συμβολικές τροφές (χαλβάς / Σαρακοστή vsαβγό / αρτίσιμη περίοδος) καθαγιάζεται η τροφή, και δίνεται μια παιγνιώδης ευκαιρία στα μέλη της οικογένειας να επικοινωνήσουν, εγκαινιάζοντας τελετουργικά, γι’ αυτό και συμβολικά, αλλά και ευετηρικά, υπό την έννοια της ποθούμενης επάρκειας τροφών, την νεοεισερχόμενη Σαρακοστή.

Πρόκειται για μια οριακή και για τον ερχομό της άνοιξης , άρα και για τις σοδειές, περίοδο, κατά την οποία η καλοχρονιά και η υγεία θα αποτελέσουν πρόκριμα για την επιτυχία της ανοιξιάτικης ανθοφορίας και της καλοκαιρινής καρποφορίας. Άρα πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για μια ακόμη διαβατήρια τελετουργία. Τα αποκριάτικα δρώμενα κορυφώνονται ωστόσο κατά την Τυρινή Δευτέρα, μια μέρα που κινείται εθιμικά στην περιοχή της μεθοριακότητας μεταξύ Αποκριάς και Σαρακοστής, μεταξύ οργιαστικού και κατανυκτικού, χαρμόσυνου και πένθιμου, προχριστιανικών επιβιωμάτων και ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικότητας. Από τη σύγκριση των περιγραφών των κατά τόπους αποκριάτικων δρωμένων (π.χ. του Καλόγερου, των μεταμφιέσεων, των μιμικών παραστάσεων κ.λπ.) προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τον ρόλο της τελετουργίας σε κάθε περίπτωση.

Στην περίπτωση των τελετουργικών δρωμένων, σημειώνονται ευδιάκριτες εξελίξεις, που προέρχονται από τα στάδια ένταξης του δρωμένου στο κοινωνικό και εθιμικό περιβάλλον του. Διαφορετικές ανάγκες εξυπηρετούσε το τελετουργικό δρώμενο σε μια αγροτική κοινωνία, που ο κύριος στόχος ήταν η γονιμική και ευετηρική ενίσχυση της σοδειάς, και διαφορετικούς σκοπούς υπηρετούσε σε ένα λιγότερο ή περισσότερο αστικοποιημένο περιβάλλον, όπου η καλλιέργεια των δημητριακών ήταν συλλογική ανάμνηση, και κυριαρχούσε η αστικής κατασκευής ανάγκη για «ξεφάντωμα». Οι φάσεις μάλιστα αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι χρονικά διάδοχες, μπορεί και να συνυπάρχουν, υπό την έννοια της ασκήσεώς τους σε διαφορετικά – αλλά σύμβια – κοινωνικά, επαγγελματικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα.

Η τελετουργική αροτρίωση, που υπάρχει σε πολλά από τα δρώμενα αυτά, ιδίως στις αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, συνδυάζεται με την επίσης τελετουργική χρήση και σημασιοδότηση πολλών άλλων γονιμικών και αποτροπαϊκών συμβόλων : στάχτη, πιπεριές, σκόρδα, στεφάνια, τελετουργικές πράξεις και ευχές ευετηρικές, μέσα σε ένα πλαίσιο μεταμφιέσεων και αστεϊσμών, μας δείχνουν ότι οι ίδιες κατά βάση τελετουργίες είχαν διαφορετικές όψεις σε διαφορετικούς, ακόμη και γειτονικούς ή πλησιόχωρους οικισμούς. Η τελετουργική αυτή ποικιλία, που αποτελεί και γενικότερο γνώρισμα του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, αλλά και του λαϊκού πολιτισμού της Θράκης, ειδικότερα, συντελεί ώστε η μελέτη των λαϊκών θρησκευτικών τελετουργιών να αναδεικνύεται σε εργαλείο για την γενικότερη και ουσιαστικότερη μελέτη των πολιτισμικών παραμέτρων, αλλά και των κατά τόπων παραγόντων της παρατηρούμενης μερικής πολιτισμικής διαφοροποίησης.

Στις τελετουργίες αυτές, που εντάσσονται στον ετήσιο εορτολογικό κύκλο, κυριαρχούν τα προς τιμήν των νεκρών τελετουργικά λατρευτικά στοιχεία, αφού η συγκεκριμένη χρονική περίοδος από τον λαό συσχετίζεται με τους νεκρούς, στα πλαίσια μιας δοξασίας για την «απόλυση» των ψυχών, που κατά τον Γ.Α. Μέγα έχει μάλλον ινδογερμανική προέλευση. Σε πολλές περιοχές συνήθιζαν τους τελετουργικούς πυροβολισμούς στη διάρκεια των αποκριάτικων γλεντιών. Είναι βέβαια γνωστό ότι οι τελετουργικά δημιουργημένοι θόρυβοι έχουν – κατά τη λαϊκή πίστη – την ιδιότητα να αποδιώκουν τα κακοποιά πνεύματα, και αυτή ακριβώς είναι η λειτουργικότητά τους, στα πλαίσια των τελετουργιών που μας απασχολούν εδώ.

Σε ένα δεύτερο ωστόσο επίπεδο, τα ίδια τελετουργικά στοιχεία λειτουργούν και επικοινωνιακά, υπό την έννοια της δια του πανηγυρικού θορύβου γνωστοποίησης, κάποτε δε και επισημοποίησης, ενός σημαντικού για τη ζωή των ανθρώπων γεγονότος : χωρίς πυροβολισμούς, σε πολλές ελληνικές περιοχές, ο αρραβώνας ή ο γάμος δεν μπορούσε να θεωρηθεί τελειωμένος και ολοκληρωμένος. Μια τελευταία παρατήρηση, αφορά τα συνήθη, σε παρόμοιες οριακές στιγμές και διαβάσεις, τελετουργικά μαντεύματα. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς οι κοπέλες αλάτιζαν την τελευταία μπουκιά του δείπνου, και την κρατούσαν κάτω από το μαξιλάρι τους, περιμένοντας ότι θα έβλεπαν τον άντρα που θα παντρεύονταν. Την επόμενη πάλι μέρα, την Καθαρή Δευτέρα, στην Ανατολική Θράκη, η κοπέλα που ήθελε να προκαλέσει μαντικό περί γάμου όνειρο, στα πλαίσια μιας τελετουργικής ονειρομαντείας, τυλιγόταν με «χρυσομάντηλο», το οποίο έδενε πίσω της με τρεις κόμπους ή έβαζε μια τελετουργική πίτα κάτω από το μαξιλάρι της, που ονομαζόταν «αρμυροκουλούρα» ή «σαρακοστοκουλούρα».

Η στιγμή θεωρείται από τον λαό κατάλληλη για την άσκηση τελετουργικής μαντείας, και μάλιστα για το κρίσιμο ζήτημα του γάμου, που σχετίζεται με την έννοια της γονιμότητας, αφού τις ίδιες μέρες τα μαγικά, παντοδύναμα και μαντικά πνεύματα των νεκρών προγόνων βρίσκονται στον «πάνω κόσμο» και πλησιάζουν τους ζωντανούς. Στην πίστη άλλωστε αυτή στηρίζεται και η τιμητική των νεκρών πρακτική των Ψυχοσάββατων, όπως τηρείται και τελείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι πράγματι εορτολογική περίσταση τελετουργικά φορτισμένη, γι’ αυτό και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα για την ατομική, οικογενειακή και συλλογική-κοινωνική ζωή του λαϊκού ανθρώπου.

Σε τελική ανάλυση, το πέρασμα από τα προχριστιανικά ευγονικά στοιχεία στην ελληνορθόδοξη παράδοση της Αποκριάς ως προετοιμασίας για την περίοδο της Σαρακοστής που έρχεται, αποτελεί το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο οργανώνονται τα παραδοσιακά ελληνικά αποκριάτικα έθιμα, με τα οποία παραπάνω ασχοληθήκαμε.
_________

Φώτο: Nικολάου Γύζη, Καρναβάλι-Αθηναϊκή Αποκριά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου