Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ο Αββάς Ζήνων και ο Νηστευτής



Σέ μια κωμόπολη ζούσε κάποιος πού τόσο πολύ νήστευε, ώστε όλοι να τον διαφημίζουν σαν μεγάλο νηστευτή. Ή φήμη του έφθασε καί στον άββά Ζήνωνα. Τότε ό άββάς τον κάλεσε κο­ντά του. Εκείνος ήρθε. Χαιρετήθηκαν καί κάθησαν. Ό άββάς άρχισε το εργόχειρο του καί ή ώρα περνούσε σε απόλυτη σιω­πή. Ό νηστευτής, μη μπορώντας να μιλήση, άρχισε να στενοχωρήται καί ν’άδημονή. Στό τέλος δεν άντεξε καί είπε:
– Εύχήοου για μένα, άββά, γιατί θέλω να φύγω.
– Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.
– Νιώθω σφίξιμο στην καρδιά μου καί δεν ξέρω τι συμβαίνει.
Όταν ήμουν στον κόσμο νήστευα μέχρι το βράδυ καί δεν ένιω­θα καμμιά δυσκολία. Εδώ στην έρημο δεν αντέχω.
– Στόν κόσμο, του άπαντα ό άββάς, από τα αυτιά σου τρεφό­σουν. Σέ έτρεφαν οι έπαινοι των ανθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί,όπως οι άλλοι, να κάνης κάθε μέρα ενάτη (δηλ. να γευματίζης μια φορά στις τρεις το απόγευμα).
Ό νηστευτής πήγε στον κόσμο καί με δυσκολία καί θλίψι περί­μενε την ώρα του φαγητού, ενώ άλλοτε με ευκολία νήστευε μέχρι το βράδυ. Το διαπίστωσαν αυτό οι γνωστοί του καί έλε­γαν μεταξύ τους:
– Φαίνεται ότι δαιμόνιο τον κυρίευσε.
Λυπημένος εκείνος πήγε στον άββά Ζήνωνα καί του περιέ­γραψε τη νέα κατάστασι. Καί ό γέροντας του είπε:
– Αυτός είναι ό σωστός δρόμος. Αυτό είναι το θέλημα του
Θεού. Μακριά από τους επαίνους να εργάζεσαι μυστικά καί με
κόπο την αρετή.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου