Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ – ΚΡΑΥΓΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΟΣΗΡΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΥ

Η Σοφία είναι ένα κορίτσι που γεννήθηκε το 1967 σε μια αστική οικογένεια της Αθήνας. Περνάει ανέμελα παιδικά και εφηβικά χρόνια σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Γνωρίζει τον μεγάλο έρωτά της και κάνει τη δική της οικογένεια (πέντε παιδιά!). Ζώντας όμως μέσα σε ένα περιβάλλον ανυπόφορης θρησκευτικότητας (οι γονείς της είχαν σχέση με την οργάνωση της “Ζωής”) καλλιεργούνται μέσα της αναστολές, φοβίες και ενοχές που την οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ετσι, στα τριάντα πέντε της χρόνια αρχίζει έναν αγώνα να ανακαλύψει τη δική της αληθινή Σοφία.
Το βιβλίο της Σταυρούλας Ζιαζοπούλου – Ζάχου Η δική μου Σοφία (εκδόσεις Εστία, 2010), είναι μια αφήγηση ζωής που διαβάζεται απνευστί και ταυτόχρονα είναι μια κραυγή ενάντια στο νοσηρό φαινόμενο του Γεροντισμού. Η εξιστόρηση των όσων υπέστη η ηρωϊδα της Σοφία και πολλοί άλλοι φίλοι της από τον παπα- Γιάννη γκουρού, είναι μια τραγική πραγματικότητα.
Ο παπα-Γιάννης είναι έγγαμος, αλλά λειτουργεί μέσα σε πλαίσιο “αρχιμανδριτισμού”. Σκοπός του, όπως κάθε τέτοιου “γέροντα”, είναι να ελέγξει πλήρως τις ζωές των “πνευματικών του παιδιών”. Να καθορίσει τη ζωή τους, να μπει στην κρεβατοκάμαρά τους, να τους καθυποτάξει με κάθε τρόπο.
Με το να τους απειλεί ότι “δεν πάνε καλά πνευματικά”, φρόντιζε να δημιουργεί άφθονες ενοχές και να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις ασκητικότητας και εγκράτειας. Η νηπτική θεολογία γίνεται εδώ -φευ! – εξουσιαστικό εργαλείο, μηχανισμός εκβιασμού συνειδήσεων, επιταγή χωρίς αντίκρισμα.

Ο παπα-Γιάννης, στο όνομα μιας εγωτικής “πνευματικότητας” καθοδηγεί την Σοφία για το πόσα παιδιά θα κάνει, σε ποιο σπίτι θα μετακομίσει, αν θα διοριστεί στο σχολείο ως καθηγήτρια, πόσο πρέπει να δουλεύει ο άντρας της, αν πρέπει να χωρίσει ακόμα -ένεκεν πνευματικότητας! – και άλλα παρόμοια εξωφρενικά.
Τελικά η Σοφία κάνει την επανάστασή της, ξυπνάει και αποτινάσσει τα δεσμά του γεροντισμού.
Τελειώνει το βιβλίο της κάπως έτσι:
“Κατάλαβα μέσα από την επαφή μου με ρασοφόρους, γι’ αυτό το φοράνε πολλές φορές, γιατί το ράσο τους δίνει εξουσία, άσυλο, άλλοθι, εύνοια. Αχ, κατακαημένη Εκκλησία, τι σχέση έχεις εσύ μ’ όλους αυτούς που σε αντιπροσωπεύουν… Μακριά, μακριά τους, νιώθω πως μόνο μακριά τους μπορώ να ανασάνω τον αγέρα του Θεού μου, της πηγής της αλήθειας… Δε θέλω να ασπάζομαι χέρι ιερέα που από τη μία μυρίζει λιβάνι κι από την άλλη το χέρι έχει “αρπάξει”χρήματα, αισθήματα, συνειδήσεις… Μισώ αυτά τα πεντακάθαρα παχουλά χέρια των ιερωμένων και μαζί και τη μυρωδιά του ράσου τους, όταν χλευάζει ό,τι ιερότερο έχει η ψυχή του κάθε ανθρώπου από τη φύση της από καταβολής κόσμου: το σεβασμό στο θείο. Ουαί και πάλι ουαί, υποκριτές”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου