Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Και τι είναι αλήθεια;*



π. Πάβελ Φλορένσκι 

Για να συλλάβουμε, έστω και κατά προσέγγιση, το νόημα της λέξης «αλήθεια» σε όλη της την έκταση, είναι απαραίτητο να δούμε πώς την συνέλαβαν οι διάφορες γλώσσες, όπως την τόνισαν και την εμπέδωσαν μέσω της ετυμολογίας οι διάφοροι λαοί. […]

1. Η ρώσικη απάντηση: η ζωντανή ύπαρξη

Ετυμολογικά, η ρωσική λέξη istina (αλήθεια), και τα παράγωγά της (βλ. στα λετονικά ist-s, ist-en-s), σχετίζεται με τις λέξεις es-t’, est-es-tvo, που σημαίνουν «είναι», «ουσία». Μπορούμε να τη συγκρίνουμε, επίσης, με τις πολωνικές λέξεις istot-a («οντότητα», «ύπαρξη»), istot-nie («πράγματι»), istniec («πραγματική ύπαρξη»). Πολλοί συγγραφείς έχουν την ίδια άποψη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Β. Νταλ, istina σημαίνει «το αληθινό, το γνήσιο, το αυθεντικό, το ακριβές, το υπάρχον. Όλα όσα είναι, είναι istina. Άλλωστε, est και estina, istina δεν σημαίνουν ένα και το αυτό;». Το ίδιο υποστηρίζουν ο Μικλόσιτς, ο Μικούτσκι και ο σεβαστός γλωσσολόγος μας Φ. Σίμκεβιτς. Είναι επίσης σαφές ότι, ανάμεσα στις διάφορες έννοιες της λέξης istyi, είναι και η «στενή ομοιότητα». Σύμφωνα με την ερμηνεία ενός παλιού εμπόρου, ονόματι Α. Φόμιν, istyi σημαίνει παρόμοιος, ακριβής. Έτσι, εξηγεί η αρχαία έκφραση istyi vo otsa σημαίνει «ολόιδιος με τον πατέρα».

Κατά την άποψή μας, αυτή η οντολογική χροιά της ρώσικης προσέγγισης της αλήθειας ενισχύεται και βαθαίνει, αν λάβουμε υπ’ όψη την ετυμολογία του ρήματος est’. Το est’ ετυμολογείται από τη ρίζα es-, στα σανσκριτικά as- (π.χ., asmi, ρώσικα esmi και asti, ρώσικα esti). Τα ρήματα esm’, est’ (είμαι, είναι) μπορούν χωρίς πρόβλημα να συσχετιστούν με το παλαιοσλαβικό esmi, το ελληνικό ειμί, το λατινικό (e)sum, est, το γερμανικό ist, τα σανσκριτικά asmi, asti, κλπ. Σύμφωνα όμως με ορισμένες ενδείξεις, κατά την αρχαιότερη φάση εξέλιξης της σανσκριτικής η ρίζα es- σήμαινε αρχικά αναπνέω (hauchen, athmen). Ο Κούρτιους, επιβεβαιώνοντας αυτή την άποψη για τη ρίζα as-, επισημαίνει τις σανσκριτικές λέξεις as-u-s («ανάσα της ζωής», «ζωτική πνοή»), asu-ra-s («ζωτικότητα», «lebendig») και, ισοδύναμες με τη λατινική os («στόμα»), λέξεις όπως, âs, âs-ja-m, που επίσης σημαίνουν «στόμα». Η γερμανική athmen σχετίζεται και αυτή με την πνοή και το στόμα. Είναι γνωστό πως η αναπνοή, η ανάσα, θεωρούνταν ανέκαθεν το κύριο χαρακτηριστικό, ακόμη και η ίδια η ουσία της ζωής. Ακόμα και σήμερα, η συνήθης απάντηση στο ερώτημα «ζει;» είναι «αναπνέει», σαν να είναι συνώνυμα. Από εδώ προκύπτει και η δεύτερη, πιο αφηρημένη έννοια του est’: «είναι ζωντανός», «ζει», «έχει σθένος». Τελικά, το est’ αποκτά την πιο αφηρημένη του έννοια όταν έρχεται να εκφράσει την ύπαρξη. 

Αναπνοή, ζωή, ύπαρξη: αυτά είναι λοιπόν τα τρία στρώματα της ρίζας es- ξεκινώντας από το πιο συγκεκριμένο και φτάνοντας στο πιο αφηρημένο ─κάτι που, σύμφωνα με τη γνώμη των γλωσσολόγων, αντιστοιχεί στη χρονική σειρά εμφάνισής τους.

Η ρίζα as- σημαίνει την ύπαρξη στην κανονικότητά της, μια κανονικότητα όπως αυτή της αναπνοής (ein gleichmässig, fortgesetze Existenz), σε αντίθεση με τη ρίζα bhu-, που τη συναντούμε σε λέξεις όπως η ρώσικη byt, η λατινική fui, η γερμανική bin, η ελληνική φύω, κλπ, που δηλώνουν το γίγνεσθαι, τη ροή (ein Werden). 

Ο Ρενάν, υπογραμμίζοντας τη σχέση μεταξύ των εννοιών της αναπνοής και της ύπαρξης, επισημαίνει τις παραλλήλους τους στις σημιτικές γλώσσες και συγκεκριμένα στο εβραϊκό απαρέμφατο hayah (συμβαίνειν, φαίνεσθαι, είναι), ή hawah (αναπνέειν, είναι). Σε αυτές τις λέξεις βλέπει μια ονοματοποιΐα της διαδικασίας της αναπνοής. 

Χάρη στην αντίθεσή τους, οι ρίζες es- και bhu- αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη χρησιμοποιείται αποκλειστικά για μορφές διάρκειας, οι οποίες απορρέουν από το παρόν. Η δεύτερη χρησιμοποιείται κυρίως για εκείνες τις μορφές χρόνου που, όπως ο αόριστος και ο παρακείμενος, σημαίνουν ένα γίγνεσθαι το οποίο έχει ολοκληρωθεί. 

Επιστρέφοντας τώρα στη ρωσική αντίληψη της αλήθειας, μπορούμε να πούμε ότι η λέξη istina σημαίνει την ύπαρξη στο διηνεκές, τη ζώσα ύπαρξη, τη ζωντανή οντότητα, το ον που αναπνέει, δηλαδή αυτό που πληροί την απαραίτητη προϋπόθεση της ζωής και της ύπαρξης. Είναι η αλήθεια ως το κατεξοχήν ζωντανό ον. Έτσι αντιλαμβάνεται την αλήθεια ο ρωσικός λαός και αυτό ακριβώς μας βεβαιώνει το γεγονός ότι, αυτή η αντίληψη της αλήθειας, αποτελεί τον διακριτικό και πρωτότυπο χαρακτηριστικό της ρωσικής φιλοσοφίας.

2. Η ελληνική απάντηση: η αλησμόνητη ύπαρξη

Η αρχαία ελληνική γλώσσα αναδεικνύει μια εντελώς άλλη όψη της αλήθειας. Τι εννοεί ως αλήθεια; Η λέξη αλήθεια ή, στην ιωνική μορφή, αληθείη, όπως και τα παράγωγά της αληθής, αληθεύω, κ.ο.κ. αποτελούνται από το στερητικό α- και τη λέξη λήθος, ή λάθα στη δωρική διάλεκτο. Αυτή η λέξη, από τη ρίζα λαθ-, έχει την ίδια ρίζα με το ρήμα λάθω (στην ιωνική λήθω) και λανθάνω (ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, περνώ απαρατήρητος, μένω άγνωστος). Στη μέση φωνή, αυτό το ρήμα συνδέεται με την έννοια της απομνημόνευσης και σημαίνει «διέφυγε από τη μνήμη μου, λησμόνησα». Με αυτή την ύστερη έννοια της ρίζας ­λαθ- συνδέονται η λήθη, η δωρική λαθοσύνη, η λησμοσύνη, και λέξεις όπως ληθήμων (αυτός που σε κάνει να ξεχνάς), ή λήθαργος (υπνηλία, νάρκη, η επιθυμία να βυθιστεί κανείς στη λησμονιά, να ξεχαστεί να ξεχάσει τον εαυτό του).

Η αρχαία ιδέα του θανάτου ως μετάβαση σε μια απατηλή ύπαρξη, στην οποία κανείς ξεχνάει τον εαυτό, δεν έχει τις αισθήσεις του και οπωσδήποτε λησμονεί όλα τα επίγεια πράγματα, συμβολίζεται στην εικόνα των Σκιών (οι νεκροί), που πίνουν απ’ το υπόγειο ποτάμι Λήθη. Η όμορφη εικόνα του «νερού της λησμονιάς» και μια ολόκληρη σειρά από εκφράσεις όπως μετά λήθης, λήθην έχειν, εν λήθη είναι τις, λήθην τινός ποιείσαι, λησμοσύνην θέσαι, λήθην ασκείν, κ.λπ., όλα αυτά δείχνουν ότι για τους Έλληνες η λήθη δεν αναφερόταν απλώς στην απουσία μνήμης, αλλά σε μια ιδιαίτερη πράξη απάλειψης της μνήμης από τη συνείδηση, στην εξάλειψη από τη συνείδηση ενός μέρους της πραγματικότητας, δηλαδή σε μια ενεργό πράξη λησμοσύνης, στη δύναμη του να λησμονείς. Αυτή η δύναμη είναι η δύναμη του χρόνου, που καταβροχθίζει τα πάντα.

Τα πάντα είναι ρευστά και πρόσκαιρα. Ο χρόνος είναι η μορφή ύπαρξης όλων όσων είναι, και η λέξη «ύπαρξη» εννοεί ύπαρξη έγχρονη, διότι ο χρόνος είναι η μορφή της ροής των φαινομένων. «Τα πάντα ρει και ουδέν μένει», παραπονιόταν ο Ηράκλειτος. Τα πάντα ξεγλιστρούν και χάνονται από τη συνείδηση, τα πάντα λησμονιούνται. Ο Χρόνος παράγει τα φαινόμενα, αλλά σαν τη μυθολογική εικόνα του, τον Κρόνο, καταβροχθίζει τα παιδιά του. Η ίδια η ουσία της συνείδησης, της ζωής, κάθε πραγματικότητας, βρίσκεται στη ρευστότητά τους, στη ροή τους, δηλαδή σε μια συγκεκριμένη μεταφυσική λησμοσύνη. Η πιο πρωτότυπη φιλοσοφία των ημερών μας, η φιλοσοφία του Ανρί Μπεργκσόν για το Χρόνο, είναι εξ ολοκλήρου κτισμένη πάνω σε αυτή την αδιαμφισβήτητη αλήθεια: την ιδέα της πραγματικότητας του χρόνου και της δύναμής του. Όμως, παρά το αδυσώπητο του χρόνου, είναι αδύνατο να καταλαγιάσει ο πόθος μας γι’ αυτό που «μένει», που παραμένει αλησμόνητο, γι’ αυτό που δεν είναι δυνατό να λησμονηθεί, γι’ αυτό που δεν υποτάσσεται στη ροή του χρόνου. Αυτή η αλησμοσύνη είναι, για τους Έλληνες, η αλήθεια. Αλήθεια, κατά την αντίληψη των Ελλήνων, είναι η α-λήθη, αυτό που αντιστέκεται στη ροή της λησμοσύνης, στα ρεύματα λήθης του αισθητού κόσμου. Είναι κάτι που υπερβαίνει το χρόνο, κάτι που δεν ρέει, αλλά μένει σταθερό, αιώνιο στη μνήμη μας. Αλήθεια είναι η αιώνια μνήμη κάποιας Συνείδησης. Αλήθεια είναι αυτό που αξίζει και μπορεί να μείνει στη μνήμη μας. 

Η μνήμη επιθυμεί να σταματήσει την κίνηση, να παγώσει την ακατάπαυστη ροή των φευγαλέων φαινομένων, να ορθώσει ένα φράγμα στο ρου του γίγνεσθαι. Έτσι λοιπόν, η αλησμόνητη ύπαρξη, την οποία αναζητεί η συνείδηση, αυτή η αλήθεια, είναι η σταθερή ροή, η αμετάβλητη ροή, η ακίνητη δίνη της ύπαρξης. Ο ίδιος ο αγώνας μας να μη λησμονήσουμε, αυτός ο πόθος μας για το αλησμόνητο, ξεπερνά τον ορθολογικό νου. Όμως και ο ορθολογικός νους ποθεί αυτή την αυτο-αντίφαση. Εάν, στην ουσία της, η έννοια της μνήμης ξεπερνά τον ορθολογικό νου, τότε η Μνήμη, στην υπέρτατη έκφρασή της, δηλαδή η Αλήθεια, υπερβαίνει εξίσου το ορθολογικώς σκέπτεσθαι. Η Μνήμη-Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών, σύντροφος του Απόλλωνα, της πνευματικής δημιουργίας, των πνευματικών δραστηριοτήτων της Ανθρωπότητας. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχαίοι Έλληνες ζητούσαν από την Αλήθεια την ίδια ποιότητα που υποδεικνύεται από το Λόγο του Θεού στην Αγία Γραφή, διότι εκεί λέγεται ότι «η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. 116:2) και ότι «εις γενεάς και γενεάν η αλήθειά Σου» (Ψαλμ. 118:90).

3. Η λατινική απάντηση: η έννομη ύπαρξη

Όπως είναι γνωστό, η λατινική λέξη για την αλήθεια, veritas , προέρχεται από τη ρίζα var-. Υπ’ αυτή την έννοια, η λέξη veritas θεωρείται ότι έχει την ίδια ρίζα με τις ρωσικές λέξεις vera (πίστη) και verit’ (πιστεύω), καθώς και τις γερμανικές λέξεις währen (διατηρώ, προστατέυω) και wehren (προλαμβάνω, προβλέπω, είμαι ισχυρός). Σχετικές είναι και οι λέξεις Wahr και Wahrheit (ειλικρίνεια, αλήθεια), όπως και η γαλλική vérité, που απορρέει ευθέως από τη λατινική veritas. Ότι η ρίζα var- αναφέρεται αρχικά στο λατρευτικό τομέα φαίνεται, όπως μας λέει ο Κούρτιους, από τη σανσκριτική vra-ta-m (ιερή τελετουργία, όρκος), την ζανδική varena (πίστη) και την ελληνική ορτός (κάτι σεβαστό, ο βωμός, ένα ξύλινο ή πέτρινο είδωλο). Σχετική είναι και η λέξη εορτή (λατρευτικός γιορτασμός, θρησκευτική γιορτή). 

Η λατρευτική σημασία της ρίζας var- και ιδιαίτερα της λέξης veritas φαίνεται καθαρά από την έρευνα των λατινικών ομόρριζων. Έτσι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ρήμα ver-e-or ή re-vereor, το οποίο χρησιμοποιείται στην κλασική λατινική με τη γενικότερη σημασία του «είμαι ανήσυχος του, μεριμνώ, φοβάμαι, είμαι τρομοκρατημένος, λατρεύω, σέβομαι, διακατέχομαι από ιερό δέος», αναφερόταν αρχικά στο μυστικιστικό δέος, το οποίο προκαλείται από την επαφή με ή την προσέγγιση σε ιερά όντα, τόπους και αντικείμενα. Το ταμπού, το ιερό, είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να vereri (φοβάται, συστέλλεται). Από εδώ και ο τίτλος που έδωσε η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στους κληρικούς: reverendus (αιδεσιμότατος). Ο αιδεσιμότατος ή reverendissimus pater είναι ένα πρόσωπο προς το οποίο, αν δεν στεκόμαστε με σεβασμό, προσοχή, δέος, μπορεί να μας συμβεί κάτι κακό. Verenda ή partes verendae είναι τα pudenda, τα «απόκρυφα», και είναι γνωστό ότι η αρχαιότητα τηρούσε μια ευλαβική στάση απέναντι τους, αντιμετωπίζοντάς τα με θρησκευτικό σεβασμό. Επιπλέον, το ουσιαστικό verecundia (θρησκευτικό δέος, σεμνότητα, αιδώς), το ρήμα verecundor (αισχύνομαι, ντρέπομαι) και το επίθετο verecundus (ντροπαλός, σεμνός), δείχνουν και πάλι ότι η ρίζα var- συνδέεται με τη σφαίρα της λατρείας. Από εδώ συνεπάγεται ότι, κυριολεκτικά μιλώντας, η έννοια verus σημαίνει το προστατευμένο, αυτό που αποτελεί αντικείμενο ενός ταμπού, ή το καθαγιασμένο. Η λέξη verdictum (η ετυμηγορία του δικαστή) έχει φυσικά την έννοιας της τηρούμενης με θρησκευτική ευλάβεια απόφανσης, στην οποία έχουν καταλήξει πρόσωπα που ηγούνται μιας λατρείας ─διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον αρχαίο κόσμο, το Δίκαιο αποτελούσε απλώς μια πτυχή της θρησκευτικής λατρείας. To νόημα άλλων λέξεων όπως π.χ. veridicus, veriloquium, κλπ. είναι σαφές και δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα.

Ο Α. Σάβαροφ, συγγραφέας ενός ετυμολογικού λεξικού της Λατινικής, επισημαίνει ότι τo ρώσικo ρήμα go-vor-it (μιλώ, λέω) συνδέεται με το αρχικό νόημα της ρίζας var-. Με βάση όσα έχουν ήδη ειπωθεί, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως, εάν η ρίζα var- σημαίνει πραγματικά την ομιλία, την σημαίνει ακριβώς με την έννοια που της απέδιδε ο αρχαίος κόσμος, δηλαδή, με την έννοια μιας ισχυρής, προφητικής ομιλίας (είτε πρόκειται για τελετουργικό καθαγιασμό, είτε για προσευχή), η οποία είναι ικανή να κάνει το αντικείμενό της πηγή δέους, όχι μόνο κατά μια νομική και μεταφορική έννοια, αλλά επίσης μυστηριακά και κυριολεκτικά. Έτσι, vereor σημαίνει τη δύναμη του τελετουργικού καθοσιώσεως, η οποία ασκείται πάνω μου. 

Έπειτα από αυτές τις προκαταρκτικές διαπιστώσεις δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε το νόημα της λατινικής λέξης veritas. Να παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι αυτή η λέξη, η οποία είναι νεώτερης ιστορικά προέλευσης, ανήκε ολοκληρωτικά στον τομέα του Δικαίου και της νομοθεσίας, και μόνο με τον Κικέρωνα απέκτησε μια φιλοσοφική και γενικότερα θεωρητική έννοια, η οποία παραπέμπει στον τομέα της γνώσης. Ακόμη και με την εν γένει ηθική έννοια της ειλικρίνειας, της παρρησίας, πριν από τον Κικέρωνα αυτή η λέξη απαντάται μόνο μία φορά, στον Τερέντιο, όταν γράφει: «Obsequium amicos, veritas odium parit» (Η δουλοπρέπεια φέρνει φίλους, ενώ ειλικρίνεια μίσος). Επιπλέον, παρ’ όλο που στον Κικέρωνα η λέξη veritas αποκτά μια ευρύτερη έννοια, δεν ξεφεύγει από το νομικό, κυρίως, και τον ηθικό τομέα. Πράγματι, veritas σημαίνει εδώ είτε την πραγματική κατάσταση μιας νομικής υπόθεσης, σε αντίθεση με τη διαστρέβλωσή της από ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, είτε τη δικαιοσύνη, ή τέλος το δίκαιο του ενάγοντα. Πολύ σπάνια η veritas ταυτίζεται με την istina, την αλήθεια όπως την εννοούμε εμείς [οι Ρώσοι]. 

Νομικοθρησκευτική αρχικά και ηθικονομική στη συνέχεια, η λατινική λέξη veritas διατήρησε και μάλιστα έκανε ακόμα εντονότερη στη συνέχεια τη δικαιϊκή της χροιά. Μάλιστα, στα ύστερα λατινικά έφτασε να έχει αποκλειστικά νομική έννοια. Σύμφωνα με τον Σαρλ Δουκάγγιο-Κανζ, veritas σημαίνει depositio testis (μαρτυρική κατάθεση), veridictum. Τέλος, veritas έφτασε να σημαίνει inquisitio judicaria (δικαστική ανάκριση) καθώς και δικαίωμα, προνόμιο, ιδιαίτερα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αγαθών, κ.ο.κ. 

4. Η εβραϊκή απάντηση: η αξιόπιστη ύπαρξη

Οι αρχαίοι Εβραίοι και οι Σημίτες γενικότερα, ανέδειξαν στη γλώσσα τους μια διαφορετική πτυχή της έννοιας της αλήθειας: την ιστορική, ή ακριβέστερα, τη θεοκρατική πτυχή. Γι’ αυτούς, η Αλήθεια σήμαινε ανέκαθεν το Λόγο του Θεού. Αυτό που χαρακτήριζε τη λέξη αλήθεια, ήταν η αμετάκλητη, βέβαια και αξιόπιστη Θεία Επαγγελία. Αλήθεια σήμαινε, γι’ αυτούς, Αξιοπιστία. «Εὐκοπώτερον δέ ἐστι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν.» (Λκ. 16:17). Αυτός ακριβώς ο απολύτως αμετάκλητος και αναλλοίωτος «νόμος» ενσαρκώνει τη βιβλική έννοια της αλήθειας.

Η εβραϊκή λέξη אמת,’emet ή, στην καθομιλουμένη, αλήθεια, έχει ως βάση της τη ρίζα mn-. Το παράγωγό της ρήμα ’aman σημαίνει στην κυριολεξία υποστηρίζω, στηρίζω, στήνω. Αυτή η κύρια έννοια του ρήματος ’aman υποδεικνύεται έντονα και από τα ομόρριζα ουσιαστικά στη σφαίρα της αρχιτεκτονικής: ’omenah (στήλη), ’amon (οικοδόμος, μάστορας), αλλά και από τη λέξη ’omen (παιδαγωγός, δηλαδή οικοδόμος ψυχών). Η αμετάβατη μέση σημασία του ρήματος ’aman (υποστηρίχτηκε, στήθηκε) χρησιμεύει ως αφετηρία για ένα πλήθος λέξεων, που απομακρύνονται κάμποσο από την κύρια έννοια του ρήματος aman, δηλαδή λέξεις όπως «ήταν ισχυρό, υποστηρίχτηκε ακλόνητα, κάτι στήθηκε γερά και ως εκ τούτου ήταν ακλόνητο». Από εδώ παράγονται οι έννοιες «κατάλληλο για χρήση ως στήριγμα, για ν’ ακουμπήσουμε κάτι πάνω του χωρίς κίνδυνο» και τελικά η έννοια «πιστός». Από εδώ προκύπτει και το ’amen, απ’ όπου και το καινοδιαθηκικό αμήν, που σημαίνει «ο λόγος μου είναι ακλόνητος κι αληθινός, έτσι είναι, αληθώς», και χρησιμεύει για την επικύρωση μιας ένωσης, ή ενός όρκου, καθώς επίσης για την κατάληξη μιας δοξολογίας ή μιας προσευχής (όπου λέγεται δύο φορές). 

Η έννοια της λέξης αμήν φαίνεται ξεκάθαρα στην Αποκάλυψη: «Τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός» (3:14) ─πρβλ. Ησαΐας: «Αμήν ευλογήσουσι τον Θεόν τον αληθινόν» (65:16). Από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε όλο το φάσμα των εννοιών της λέξης ’emet (αντί της ’amenet). Οι πιο άμεσες σημασίες της είναι σταθερότητα, ανθεκτικότητα, και συνεπώς βεβαιότητα, ασφάλεια, και περαιτέρω «πίστη, πιστότητα, δυνάμει της οποίας εκείνος που είναι σταθερός πραγματώνει την επαγγελία». Μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε τη σχέση αυτής της τελευταίας έννοιας με την ειλικρίνεια, την εντιμότητα και την ψυχική ακεραιότητα. Ως διακριτικό χαρακτηριστικό του δικαστή, του κριτή, ή της δικαστικής απόφασης, ’emet σημαίνει επίσης «δικαιοσύνη, αλήθεια». Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εσωτερικής ζωής, ’emet σημαίνει την ειλικρίνεια σε αντίθεση με την προσποίηση, και πρώτα απ’ όλα την ειλικρίνεια στη λατρεία του Θεού. Τέλος, η λέξη ’emet σχετίζεται με τη ρωσική istina με την έννοια της αλήθειας σε αντίθεση με το ψέμμα. Έτσι ακριβώς χρησιμοποιείται αυτή η λέξη στη Γένεση (42:16), το Δευτερονόμιο (22:20) και τον Σαμουήλ (7:28) ─βλ. επίσης Α΄ Βασιλέων (10:6), Ψαλμοί (15:2), κ.λπ. Από αυτή τη χροιά της λέξης ’emet προέρχεται και ο όρος ’meanies, που χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους φιλοσόφους όπως ο Μαϊμωνίδης για να περιγράψει «τους ανθρώπους που δεν αρκούνται στην αυθεντία και το έθιμο, αλλά αναζητούν την πνευματική γνώση της αλήθειας».

Για τους Εβραίους λοιπόν, Αλήθεια σημαίνει «αξιοπιστία, αξιόπιστα λόγια, αξιόπιστη υπόσχεση, αξιόπιστη επαγγελία». «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία» (Ψαλμ., 145:3), διότι μόνος αξιόπιστος είναι ο Λόγος του Θεού. Αλήθεια είναι η αναλλοίωτη επαγγελία του Θεού, την οποία σφραγίζει η αξιοπιστία του ίδιου του Κυρίου. Έτσι, για τους Εβραίους αλήθεια δεν είναι μια οντολογική έννοια, όπως είναι για τους Σλάβους. Ούτε μια επιστημολογική έννοια, όπως είναι για τους Έλληνες. Ούτε και μια νομική έννοια, όπως είναι για τους Ρωμαίους. Είναι, απεναντίας, μια ιστορική, ή μάλλον μια ιερή-ιστορική έννοια, μια έννοια θεοκρατική. […]

5. Το σήμα των τεσσάρων

Αυτές οι τέσσερεις αποχρώσεις της έννοιας της αλήθειας, που επισημάναμε, μπορούν να συνδυαστούν ανά δυο ως εξής: η ρωσική istina και η εβραϊκή emet αναφέρονται κυρίως στο θείο περιεχόμενο της Αλήθειας, ενώ η ελληνική αλήθεια και η λατινική veritas παραπέμπουν στην ανθρώπινη μορφή της. Από την άλλη πλευρά, η ρωσική και η ελληνική έννοια έχουν περισσότερο φιλοσοφική διάσταση, ενώ η λατινική και η εβραϊκή έννοια μια διάσταση κυρίως κοινωνιολογική. Με αυτό θέλω να πω, ότι στη ρωσική και την ελληνική αντίληψη η έννοια Αλήθεια σχετίζεται άμεσα με τον καθένα άνθρωπο, ενώ για τους Ρωμαίους και τους Εβραίους διαμεσολαβείται από την κοινωνία. 

Όλα όσα έχουμε πει για τη διαίρεση της έννοιας της αλήθειας, μπορούν να συνοψιστούν χονδρικά στον παρακάτω πίνακα:

6. «Η Αλήθεια μού αποκαλύπτεται ως αλήθεια όταν την ενστερνίζομαι»

«Και τι είναι αλήθεια;», ρώτησε ο Πιλάτος (βλ. Ιωάν., 18:38). Δεν έλαβε απάντηση, διότι η ερώτησή του ήταν ρητορική. Η Ζωντανή Απάντηση στεκόταν μπροστά του, αλλά ο Πιλάτος δεν είδε την ειλικρίνεια της Αλήθειας. Ας υποθέσουμε ότι ο Κύριος απάντησε στο Ρωμαίο εισαγγελέα, όχι μόνο με την εκκωφαντική σιωπή, αλλά λέγοντάς του γαλήνια: «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Ακόμα και τότε λοιπόν, ο Πιλάτος θα είχε μείνει χωρίς απάντηση, διότι για να απαντηθεί στο ερώτημά του, θα έπρεπε να γνωρίζει πώς να αναγνωρίζει την Αλήθεια ως αλήθεια και να πείθεται για τη γνησιότητά της. Αυτή η γνώση έλειπε από τον Πιλάτο, όπως λείπει κι από όλη την ανθρωπότητα. Είναι η γνώση των προϋποθέσεων της βεβαιότητας.

Τι είναι βεβαιότητα; Είναι η ανακάλυψη του κύριου χαρακτηριστικού της αλήθειας, η αναγνώριση εκείνου του χαρακτηριστικού της αλήθειας, με το οποίο διαφοροποιείται από την αναλήθεια. Ψυχολογικά, αυτή η αναγνώριση εκφράζεται ως μακάρια ευλογία, ως η ικανοποίηση της δίψας για την αλήθεια. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8:32). Από τι θα μας ελευθερώσει; Από κάθε αμαρτία (βλ. Ιωάν. 8:34), από ό, τι είναι αναληθές (σε κάθε τομέα της γνώσης), από κάθε τι που δεν είναι σύμφωνο με την αλήθεια. «Βεβαιότητα», λέει ο αρχιμανδρίτης Σεραπίων Μασκίν (1854-1905), «είναι η αίσθηση της αλήθειας».

Η βεβαιότητα εμφανίζεται όταν παίρνουμε μια αναγκαία απόφανση και συνίσταται στον αποκλεισμό της υποψίας ότι η απόφανσή μας αυτή μπορεί κάποια στιγμή ν’ αλλάξει. Επομένως, βεβαιότητα είναι η πνευματική αίσθηση της αποδοχής ότι η απόφανση αυτή είναι αληθινή. «Όταν λέμε κριτήριο αληθείας», λέει κάπου αλλού ο ίδιος ιερέας, «εννοούμε την κατάσταση του πνεύματος που κατέχεται από την αλήθεια, μια κατάσταση πληρότητας και χαράς, στην οποία δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία για το κατά πόσο η απόφανσή του είναι σύμφωνη με γνήσια πραγματικότητα. Σε αυτή την κατάσταση φθάνει κανείς όταν μια απόφανσή του ικανοποιεί μια πρόταση που ονομάζεται μέτρο αληθείας ή κριτήριο αληθείας». 

Το πρόβλημα της βεβαιότητας της αλήθειας ανάγεται στο πρόβλημα της εύρεσης ενός κριτηρίου. Ολόκληρη η αποδεικτική δύναμη ενός συστήματος εστιάζεται, κατά κάποιον τρόπο, στην απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Φθάνω να κατέχω την Αλήθεια μέσα από μια πράξη της κρίσης μου. Μέσω της κρίσης μου, εγκολπώνομαι την αλήθεια. Η Αλήθεια μού αποκαλύπτεται ως αλήθεια όταν την ενστερνίζομαι.

Απόσπασμα από τη Δεύτερη Επιστολή: η Αμφιβολία
(μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης)

* Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκι. Ιερέας, θεολόγος, φιλόσοφος και μαθηματικός, γεννήθηκε το 1882 στην πόλη Γίβλαχ του σημερινού δυτικού Αζερμπαϊζάν και πέθανε μαρτυρικά σε γκουλάγκ το πιθανότερο το 1937, έπειτα από σειρά διώξεων από το σταλινικό καθεστώς. Ο Σολζενίτσιν σημείωνε ότι ο π. Φλορένσκι ήταν ίσως ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα, που κατάπιαν τα γκουλάγκ. Υπήρξε φίλος του π. Σέργιου Μπουλγκάκοφ (1871-1944) και επηρεάστηκε, όπως κι αυτός, από τη «σοφιολογία» του φιλόσοφου Βλαντίμιρ Σολόβιοφ (1853-1900). Διετέλεσε αρχισυντάκτης του σημαντικού ορθόδοξου περιοδικού Bogoslovskiy Vestnik, στο οποίο έγραφε άρθρα όχι μόνο θρησκευτικού και θεολογικού περιεχομένου, αλλά και σχετικά με τη φιλοσοφία, τη θεωρία της τέχνης, τα μαθηματικά και την ηλεκτροδυναμική. Όταν το 1921 οι Μπολσεβίκοι έκλεισαν την εκκλησία στην οποία ήταν εφημέριος, ξεκίνησε να εργάζεται στη Σοβιετική Επιτροπή Εξηλεκτρισμού της Ρωσίας, φορώντας πάντοτε τα ράσα του και τον επιστήθιο σταυρό του. Παρ’ ότι αυτό ενοχλούσε το καθεστώς, ο Τρότσκι τον θεωρούσε σημαντικό και χρήσιμο επιστήμονα κι έτσι τον άφηναν ήσυχο. Με την άνοδο του Στάλιν όμως, ξεκίνησαν οι διώξεις.

Προς στιγμήν, το 1928, τον έσωσε από την εξορία η σύζυγος του Μαξίμ Γκόρκι, αλλά το 1933 τον συνέλαβαν ξανά και τον καταδίκασαν σε δεκαετή εγκλεισμό σε γκουλάγκ στη Βαϊκάλη επειδή σε άρθρο του για τη θεωρία της σχετικότητας αναφέρθηκε στη βασιλεία του Θεού. Το 1937 τον μεταφέρουν στο Λένινγκραντ για να ξαναδικαστεί και τον καταδικάζουν σε θάνατο. Το βιβλίο του Στύλος και Εδραίωμα της Αληθείας (1914) είναι γραμμένο με τη μορφή δώδεκα επιστολών σε ένα «αδελφό», «μακρινό μα αιώνα κοντινό φίλο», «γέροντα» και «φύλακα», ο οποίος πρέπει μάλλον να συμβολίζει τον Χριστό.

Όπως σημειώνει ο Ρίτσαρντ Γκούσταφσον στον πρόλογό του στην αγγλική μετάφραση του βιβλίου (Princeton University Press, 1997), βασική ιδέα του είναι ότι η φιλοσοφική προσέγγιση της αλήθειας είναι πλησιέστερη προς την καλλιτεχνική δημιουργία. Με το όρο «θεοδικία» στο υπότιτλό του, εννοεί ότι ακόμα κι αυτός εδώ ο αμαρτωλός κόσμος μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια του Θεού μέσα από την εκκλησιαστική εμπειρία, η οποία πρέπει να νοηθεί ως η εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος. Με συνεχείς αναφορές στην πατερική και την εικονογραφική παράδοση, καθώς και στα λειτουργικά κείμενα, βεβαιώνει ότι η θεία λειτουργία βρίσκεται «στην καρδιά της ανθρώπινης δημιουργίας» ως έκφραση του homo liturgus (άνθρωπος λειτουργός), της πεμπτουσίας του ανθρώπου. 

*Απόσπασμα από το βιβλίο « Στύλος και Εδραίωμα της Αληθείας: ένα δοκίμιο για την ορθόδοξη αντίληψη της θεοδικίας σε δώδεκα επιστολές» (1914) του π. Πάβελ Φλορένσκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου