Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Διάλογοι μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων(ειδωλολατρικών) ομολογιών Και το ανόητο τού αιτήματος ένωσης τών Εκκλησιών

Διάλογοι μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων ομολογιών

Και το ανόητο τού αιτήματος ένωσης τών Εκκλησιών

π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Η απομάκρυνση μερικών αιρετικών ομάδων από την Εκκλησία δημιούργησε διάφορα προβλήματα και επιδιώκεται η επαναφορά τους που ονομάζεται "ένωση των Εκκλησιών". Γίνονται διάλογοι για να βρεθούν εκείνα που χωρίζουν ή εκείνα που ενώνουν, εξετάζονται τα κοινά σημεία ή οι διαφορές. Διάλογοι μπορεί να γίνουν, αλλά πρέπει να γίνονται με σωστό τρόπο.

«Μέσα σε αυτά τα πλαίσια καλός είναι ο διάλογος μεταξύ των "Εκκλησιών", καθόλου δεν βλάπτει και μάλιστα θα κάνει καλό και σε μας και στους άλλους Χριστιανούς. Σε μας, διότι θα μας αναγκάση να σκεφτόμαστε πιο σοβαρά και πιο επιστημονικά και πιο ιστορικά, και τους άλλους θα ωφελήση πάρα πολύ, διότι μέχρι στιγμής και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί έχουν μίαν καταπληκτική άγνοια της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Λοιπόν, ο διάλογος πρέπει να γίνει προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αλλά νομίζω, ότι ο διάλογος με τις θετικές επιστήμες προέχει, διότι, αυτός ο διάλογος με τις θετικές επιστήμες θα επηρεάσει πάρα πολύ και τον διάλογο με τους άλλους Χριστιανούς Προτεστάντες και Παπικούς και Μονοφυσίτες».


Ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων ομολογιών μπορεί να εντοπίσει τις διαφορές, αλλά δεν μπορεί να γίνει ένωση, αν οι αιρετικοί δεν διορθωθούν. Και αυτό γιατί έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει ένωση Ορθοδόξων και αιρετικών, όπως δεν μπορεί να υπάρξει ένωση μεταξύ επιστημόνων αστρονόμων και στοχαστών αστρολόγων.

«Η παλιά αστρονομία λεγόταν αστρολογία, και εδώ υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ αστρονομίας και αστρολογίας. Η αστρονομία είναι μία επιστήμη που βασίζεται μόνον στην εμπειρία, μόνον στην παρατηρητικότητα. Αντίθετα η αστρολογία βασίζεται και στην παρατήρηση αλλά και στον στοχασμό. Στον τομέα της παρατηρήσεως δεν ήταν επαρκής, διότι χρησιμοποιούσε το γυμνό μάτι και δεν είχε υπ' όψη την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ή να κατασκευάσει επιστημονικά όργανα για να υποβοηθήσουν αυτά τα επιστημονικά όργανα να κάνουν τα μάτια του ανθρώπου και την παρατηρητική του ικανότητα ισχυρότερη ώστε να βλέπει με πιο πολλή ακρίβεια την πραγματικότητα.
Ο αστρονόμος χρησιμοποιεί τα μάτια, τις αισθήσεις του, αλλά ενισχυμένα από όργανα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος ευρήκε. Η αστρολογία όμως κάνει ένα βήμα πιο πέρα από την παρατήρηση και με τον στοχασμό και μέσω των δεισιδαιμονιών πιστεύει ότι με την αστρολογία μπορεί και να θρησκεύει και να προφητεύει και να λατρεύει και να εξηγεί διάφορα φαινόμενα και να προφητεύει ακόμα και το μέλλον κ.ο.κ.
Οπότε. Η αστρολογία ξεφεύγει πλέον από τα όρια της ελεγχόμενης επιστήμης, βάσει της εμπειρίας και των πειραμάτων, και βαίνει εδώ και κει και κατ’ αυτόν τον τρόπο ταυτίζεται πλέον η αστρολογία με την δεισιδαιμονία. 
Φαντασθείτε τώρα να καλούμεθα με συνεχή παράπονα των πολιτικών, σε μία προσπάθεια για το καλό της κοινωνίας, να βρεθεί κάποιος τρόπος να ενωθεί η αστρολογία με την αστρονομία και να μη μαλώνουν μεταξύ τους πλέον οι αστρολόγοι και οι αστρονόμοι, δηλαδή, και να έχουμε την επιταγή και την πίεση της σημερινής κοινωνίας να ενωθούνε οι αστρολόγοι και οι αστρονόμοι και να μην έχουμε δύο ενώσεις διαφορετικές, να υποταχθούνε σε μία παγκόσμια ένωση.
Ας υποθέσουμε ότι υπήρχαν δύο-τρεις "associations", δηλαδή ενώσεις αστρολόγων και μία ένωση αστρονόμων. Θα ήταν δυνατόν σήμερα ο σοβαρός κόσμος που άρχεται και άρχει μέσα στον κόσμο, θα υπήρχε ποτέ καμιά σοβαρή προσπάθεια να παραγγέλλουν οι ιθύνοντες, οι πολιτικοί αρχηγοί και όλοι, δηλαδή, να γίνει μια προσπάθεια η αστρολογία να ενωθεί με την αστρονομία; Και να γίνουν μία επιστήμη και με ενιαίους επιστήμονες και μια ενιαία διοίκηση; Γίνεται αυτό το πράγμα, δηλαδή; Ρωτώ δηλαδή. Δεν θα προκαλούσε τον γέλωτα όλου του κόσμου εάν κανείς πρότεινε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Ρωτάω. Εσείς τι νομίζετε, δηλαδή, Θα ήταν αστείο δηλαδή, αστείο δεν θα ήταν. Και βέβαια θα ήταν αστείο».
«Πάντως, στην αστρονομία και αστρολογία ουδέποτε θα εφαντάζετο κανείς την ιδέα σήμερα ότι πρέπει να υπάρχει μια οικουμενική κίνηση για την ενότητα των αστρονόμων και των αστρολόγων».

Αυτό μπορούμε να το δούμε και στην διαφορά μεταξύ ιατρικής και μαγείας.

«Το ίδιο νομίζω θα συνέβαινε και στην ιατρική επιστήμη. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να φαντασθούμε ποτέ καμιά πρόταση να ενωθεί η μοντέρνα ιατρική επιστήμη, που απαιτεί εκπαίδευση μέσα στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, το οποίο Πανεπιστήμιο να είναι ανεγνωρισμένο από τα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής του δυτικού κόσμου και ίσως και της Ρωσίας, διότι και εκεί υπάρχει σπουδαία ιατρική επιστήμη, με την αστρολογία-μαγεία;
Είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς την ανάγκη αναγνωρίσεως των ιατρικών σχολών από αυτές τις ιατρικές σχολές της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Αμερικής και να ζητήσει η ιατρική  σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αναγνώριση από τους γιατρούς αυτών των πρακτόρων του Βούδα, δηλαδή, αυτοί που κάνουν στην Αμερική Βουδισμό σε διάφορα μέρη ή τους μάγους της Αφρικής ή τους γιατρούς μάγους κ,ο.κ., οι οποίοι όταν αρρωσταίνει κανείς κάνουν κάτι μαγικά ποτά και μπορεί και να σου στήσει και κανένα τσάμικο κιόλας, δηλαδή, και να χορέψει για να φύγουν τα πονηρά πνεύματα.
Λοιπόν, θα μπορούσε ποτέ να φαντασθεί κανείς να γίνει μια ένωση γιατρών, που έχουν τελειώσει ευρωπαϊκού τύπου Πανεπιστήμιο, και με γιατρούς που δεν έχουν τελειώσει ούτε το γυμνάσιο, αλλά έχουν αποκτήσει την ιατρική τους επιστήμη από κάποιο σύστημα μαγείας; Και να πιστεύατε ότι αυτοί μέσω της μαγείας θεραπεύουν αρρώστους;».

Τα δύο αυτά παραδείγματα της μη δυνατότητος ενώσεως μεταξύ αστρονόμων και αστρολόγων και μεταξύ ιατρών και μάγων, δείχνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένωση μεταξύ Ορθοδόξων, που γνωρίζουν τον αληθινό τρόπο θεραπείας του ανθρώπου και των ετεροδόξων, που δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο.

«Πάντως, θα ήταν αδιανόητο να καλέσει η πολιτική ηγεσία η οποιαδήποτε ηγεσία, τους γιατρούς να κάνουν έναν σύλλογο μαζί με τους μάγους ιατρούς που δεν έχουν τελειώσει ιατρική σχολή πανεπιστημίου ευρωπαϊκού τύπου. Είναι έτσι ή δεν είναι έτσι;
Μήπως και στην θρησκεία υπάρχει ένα τέτοιο κριτήριο, δηλαδή, εάν υπάρχει μια θρησκεία η μία μορφή Χριστιανισμού που έχει κάποια ομοιότητα στην επιστημονική του μέθοδο με την αστρονομία και υπάρχει μία άλλη Χριστιανική ομάδα η οποία στην μέθοδό της δεν έχει τίποτα που να μοιάζει με την αστρονομία, αλλά πολύ περισσότερο μοιάζει με την αστρολογία, θα ήταν σοβαρό να λέμε ότι αυτές οι δύο ομάδες Χριστιανών πρέπει να παρατήσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν χάρις στην ανάγκη περί ενώσεως των Χριστιανών; Για ποιο λόγο να ενωθούν, δηλαδή, οι θεολόγοι άστρο νόμοι με τους θεολόγους αστρολόγους;». 

Μια τέτοια «ένωση» δεν μπορεί να ευσταθήσει, γιατί έχουν διαφορετική μεθοδολογία και σκοπό.

«Πρώτα πρώτα, εξ απόψεως επιστημονικής ακριβείας, δεν επιτρέπεται ποτέ να ανακατεύονται και να γίνουν ένα, μία επιστημονική μέθοδος αστρονομίας με μία επιστημονική μέθοδο αστρολογίας. Από επιστημονικής απόψεως αυτό το πράγμα δεν στέκεται. Από το άλλο μέρος είναι ακόμη χειρότερο στην επιστήμη της ιατρικής, εάν μία μέθοδος θεραπεύει και η άλλη μέθοδος δεν θεραπεύει, αλλά όχι μόνον δεν θεραπεύει, αλλά και προκαλεί και μεγάλη ζημία στην υγεία.
Πώς θα ενωθούν σε μία αυτές οι δύο θεολογικές ή ιατρικές μέθοδοι; Μπορούν να ενωθούν σε μία; Δηλαδή, η μία μέθοδος σε περιπτώσεις πλειοψηφίας επιτυγχάνει στις εγχειρήσεις, κάνει εγχείρηση, επεμβάσεις κ.ο.κ., και επιτυγχάνει, δίνει φάρμακα και έχει μεγάλη ποσότητα από επιτυχία κ ο κ. και, ας υποθέσουμε, ότι έχει 85% επιτυχία στην θεραπεία των αρρώστων. Η άλλη μέθοδος έχει 10% επιτυχίες, οι οποίες 10% επιτυχίες μπορούν να εξηγηθούν ως οφειλόμενες σε φυσιολογικές εξελίξεις του ανθρώπου και φυσιολογική θεραπεία και όχι θεραπεία από τους μάγους ιατρούς, δηλαδή. Αυτοί οι δύο μπορούν να συγχωνευθούν; Αυτό είναι το ερώτημα, ναι ή όχι;
Μήπως και στην θεολογία υπάρχει και κάτι ανάλογο; Γι' αυτό και ήδη θίξαμε το θέμα εν ολίγοις, για να κάνουμε μια σύγκριση ορισμένων προϋποθέσεων της Χριστιανικής θεολογίας, οι οποίες προϋποθέσεις μπορεί να τις έχει κανείς από μίαν απλή περιγραφή της πραγματικότητας της πατερικής θεολογίας εν συγκρίσει με την θεολογία των Προτεσταντών, των Παπικών και των Μονοφυσιτών, για να ει τι είναι τα δεδομένα, τι είναι η ανάλυση εξ απόψεως πτώσεως του ανθρώπου και τι είναι η θεραπεία που προσφέρει η κάθε μία από τις ομάδες αυτές των Χριστιανών».

Όλα αυτά θίγονται εδώ, διότι διαφέρει σαφώς η πατερική θεολογία από την δυτική θεολογία, σχολαστική και προτεσταντική. Η ιατρική ερμηνεία του θέματος αυτού μας βοηθά να δούμε και την νοοτροπία των αιρετικών, αλλά και τον τρόπο που επιδιώκεται η ένωση. Η ένωση θα γίνει μόνον εάν αποκτηθούν πραγματικά πνευματικά κριτήρια.

«Οπότε, όπως δεν είναι δυνατόν να γίνει ποτέ ένωση μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτών γιατρών και του Ιατρικού Συλλόγου, έτσι δεν είναι δυνατόν να γίνει ένωση μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από την ιατρική σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα χρονικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητος να θεραπεύει αρρώστους».

Είναι όμως γνωστόν ότι στον δυτικό Χριστιανισμό χρησιμοποιήθηκε η λογική, ο στοχασμός, προκειμένου να ομιλήσουν για τον Θεό, καταργήθηκαν τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση, χάθηκε ο ησυχαστικός τρόπος ζωής. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς να εντοπισθούν οι διαφορές και οι ετεροδιδασκαλίες, αλλά να επανέλθει αυτός ο ησυχαστικός-θεραπευτικός τρόπος ζωής. Διότι, δεν πρόκειται για διαφορά στην ορολογία, αλλά στον τρόπο της θεραπείας.

«Γι' αυτό θέτω θέμα ερμηνευτικών κλειδιών, καθαρά επιστημονικά δηλαδή, όχι αφοσίωση ή κάποια παράδοση. Αυτό δεν είναι θέμα κάποιας παραδόσεως, είναι θέμα θεραπείας, είναι θεραπευτικό το θέμα. Μιλάμε εξ επόψεως ιατρικής επιστήμης, όχι θεολογικής».

Όταν υπάρχουν πολλοί ιατροί, που ισχυρίζονται ότι ο καθένας από αυτούς γνωρίζει το φάρμακο της θεραπείας του καρκίνου, είναι επόμενο ότι πρέπει να ερευνήσουμε ποιος από αυτούς μπορεί να θεραπεύσει.
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορούμε να δούμε την λεγάμενη Οικουμενική κίνηση.

«Πού είναι η θεραπεία; Υπάρχει θεραπεία η όχι; Λοιπόν, έρχεται ένας γιατρός και λέει: "βρήκα τρόπο να θεραπεύσω τον καρκίνο". Και έρχεται και ένας άλλος και ισχυρίζεται και αυτός: "βρήκα τρόπο να θεραπεύσω τον καρκίνο". Βρέθηκε και ένας  άλλος τρίτος και λέει: "βρήκα τρόπο να θεραπεύσω τον καρκίνο". Λοιπόν, αφού έχουμε τρεις ισχυρισμούς περί θεραπείας του καρκίνου, λέμε, εντάξει, ας δοκιμάσουμε και τα τρία, να δούμε ποιος θεραπεύει τον καρκίνο.
Λοιπόν, ο Αγγλικανός γιατρός ισχυρίζεται: "εγώ πιστεύω ότι και οι τρεις θεραπεύουν τον καρκίνο". Έρχεται ο Παπικός και λέγει: "τον καρκίνο αυτόν τον θεραπεύουν μόνον όσοι δέχονται το αλάθητο του Πάπα της Ρώμης, μόνον αυτοί θεραπεύουν αυτόν τον καρκίνο, μόνο αυτοί οι γιατροί", Μετά έρχεται ο άλλος και λέει: "μόνον ο Προτεστάντης ο γιατρός είναι ικανός να θεραπεύσει τον καρκίνο". Μετά υπάρχει και ένας Ορθόδοξος ο οποίος λέει: "μόνον ο Ορθόδοξος γιατρός θεραπεύει τον καρκίνο".
Λοιπόν, θα καθίσουμε να δούμε ποιοι απ' όλους τους γιατρούς αυτούς θεραπεύουν τον καρκίνο, και εάν μπορούμε να εξακριβώσουμε ότι όλοι θεραπεύουν τον καρκίνο, τότε ας βάλουμε μπρος στην Οικουμενική κίνηση, και οποίος θέλει να φωνάζει, και να τους βάλουμε μέσα σε ένα τσουβάλι όλους μαζί τους Χριστιανούς, να δούμε αν από το τσουβάλι αυτό μπορεί να βγει μια ενωμένη Χριστιανοσύνη».

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάζουμε ποιος πραγματικά θεραπεύει τον άνθρωπο, ποιος μπορεί να οδηγήσει τον Χριστιανό στην θέωση, στην κοινωνία με τον Θεό. Οι Λατίνοι έφθασαν στο σημείο να θεωρήσουν τον Πάπα αλάθητο ως θεσμό και κατήργησαν την μέθοδο που οδηγεί τον άνθρωπο στην απλανή θεολογία. Πώς μπορεί τότε να έχει το αλάθητο; Απλανής είναι αυτός που φθάνει στην θέωση.

«Γι' αυτόν τον λόγο έλεγα στους Λατίνους ότι εγώ δεν θα είχα αντίρρηση να δεχθώ το "αλάθητο" του Πάπα, εφ' όσον εξακρίβωνα ότι ο Πάπας βρίσκεται σε κατάσταση Θεώσεως. Οπότε, ό,τι να πει, θα ήταν απλανές. Όταν όμως ο Πάπας δεν ξέρει καν τι είναι η θεωρία και δεν ξέρει τι είναι η πράξη και δεν ξέρει τι είναι η νοερά προσευχή και δεν έχει ούτε την πράξη ούτε την γνώση περί της υπάρξεώς της, πώς να δεχθώ τον Πάπα ως αλάθητο;
Καλά, τον Απόστολο Πέτρο τον δέχομαι ως αλάθητο, διότι και στην Μεταμόρφωση ήταν και στην Πεντηκοστή ήταν. Αλλά ο Πάπας της Ρώμης, εφ' όσον δεν έχω τεκμήρια ότι μετέχει της εμπειρίας της Θεώσεως και ότι είναι θεούμενος, πώς θα δεχθώ αυτομάτως, από μια χειροτονία, ότι είναι αλάθητος; Αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Επιστημονικά δεν στέκεται, εξ επόψεως ψυχιατρικής. Γι' αυτό, ένας που πιστεύει στο αλάθητο του Πάπα, μάλλον τρελλοκομείο πρέπει να θέλει. Δεν μπορεί να είναι νορμάλ ένας τέτοιος άνθρωπος.
Γι' αυτό, από Ορθοδόξου απόψεως πρέπει να δει το θέμα, όχι συνθηματολογικά, διότι εδώ στην Ελλάδα υπάρχει πολύ σύνθημα επάνω στο θέμα του αλαθήτου του καημένου του Πάπα. Ένας ακαδημαϊκός άνθρωπος δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτε. Πρέπει όμως να ερευνηθεί τι είναι το κριτήριο του αλαθήτου, τι είναι το απλανές, κ,ο.κ. Διότι, υπάρχει στην παράδοση την δική μας το απλανές. Αλλά σε ποιούς υπάρχει αυτό το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων που τους κάνει θεολόγους, ώστε να μη κάνουν λάθη όταν θεολογούν περί των ενεργειών των δαιμόνων και των ενεργειών των κτισμάτων;».

Οι Λατίνοι στηρίζονται στην αυθεντία του Πάπα.

«Σε μια συζήτησή μου μ’ έναν Παπικό, τον ρώτησα:
Μα εσείς θέλετε πραγματικά την ένωση;
Μου απάντησε:
Ναι, πραγματικά την θέλουμε.
Να σας δώσω ένα σχέδιο για την ένωση, του είπα, και η ένωση θα γίνει αμέσως.
Για να γίνει η ένωση μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων επί παπικού θεμελίου, είστε υποχρεωμένοι να πείσετε τον κάθε Ορθόδοξο χωριστά. Υπάρχουν διακόσια εκατομμύρια Ορθόδοξοι, φαντασθείτε πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να πείσετε τον καθένα. Ενώ από δική σας απόψεως, ένας μόνο πρέπει να πεισθεί να αλλάξει: ο Πάπας. Σε μάς πρέπει ν’ αλλάξουν διακόσια εκατομμύρια. Άντε, λοιπόν, να πείσετε τον ένα, τον Πάπα, και η ένωση θα γίνει αμέσως».

Γενικά, αίρεση είναι η απόκλιση από την διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, η απόκλιση από τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, άλλα και η διαφοροποίηση από τις προϋποθέσεις του Ορθοδόξου δόγματος που είναι ο Ιερός ησυχασμός, οι βαθμοί της πνευματικής τελειώσεως, ήτοι κάθαρση, φωτισμός, θέωση, η πράξη και θεωρία.

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου